- ζεσταίνω
- (Μ ζεσταίνω)κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό»)νεοελλ.1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει»)2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια»)3. (για όρνιθα κ.λπ.) κλωσσάω τα αβγά4. μέσ. ζεσταίνομαι και -ουμαια) αισθάνομαι θερμότητα ή έχω το σώμα μου ζεστό, καψώνω, ανάβω («ζεσταίνομαι πολύ σήμερα»)β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι5. φρ. «ζεστάθηκε το κόκαλο του» — κρύωνε και θερμάνθηκε6. παροιμ. «ο κρύος ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός κατά το θερμαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.